- απομαραίνω
- -ανα, -άθηκα, -αμένος, μαραίνω τελείως, αποξεραίνω: Άφησες τα λουλούδια απότιστα κι απομαράθηκαν. Ουσ. απομάρανση, η και απομάραμα, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.