απομαραίνω

απομαραίνω
-ανα, -άθηκα, -αμένος, μαραίνω τελείως, αποξεραίνω: Άφησες τα λουλούδια απότιστα κι απομαράθηκαν. Ουσ. απομάρανση, η και απομάραμα, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απομαραίνω — (AM ἀπομαραίνω) μαραίνω εντελώς αρχ. Ι. μειώνω, ελαττώνω II. ( ομαι) 1. πεθαίνω ήρεμα 2. (για κομήτες) σβήνω βαθμιαία …   Dictionary of Greek

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”